- κατακωλύω
- κατακωλύ̱ω , κατακωλύωhinder from doingpres subj act 1st sgκατακωλύ̱ω , κατακωλύωhinder from doingpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακωλύω — (Α) 1. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι («δειπνεῑν κατακωλύεις πάλαι», Αριστοφ.) 2. σταματώ («ἵνα μὴ κατακωλύοιμι τοὺς πρέσβεις», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
κατακωλῦσαι — κατακωλύω hinder from doing aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακωλυόντων — κατακωλῡόντων , κατακωλύω hinder from doing pres part act masc/neut gen pl κατακωλῡόντων , κατακωλύω hinder from doing pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακωλύει — κατακωλύ̱ει , κατακωλύω hinder from doing pres ind mp 2nd sg κατακωλύ̱ει , κατακωλύω hinder from doing pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακωλύοντι — κατακωλύ̱οντι , κατακωλύω hinder from doing pres part act masc/neut dat sg κατακωλύ̱οντι , κατακωλύω hinder from doing pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεκώλυον — κατεκώλῡον , κατακωλύω hinder from doing imperf ind act 3rd pl κατεκώλῡον , κατακωλύω hinder from doing imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek
κατακωλυθείς — κατακωλῡθείς , κατακωλύω hinder from doing aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακωλυθῶσι — κατακωλῡθῶσι , κατακωλύω hinder from doing aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακωλύειν — κατακωλύ̱ειν , κατακωλύω hinder from doing pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)